- στυφότητα
- âpreté
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στυφότητα — η / στυφότης, ητος, ΝΜΑ [στυφός] νεοελλ. μσν. (για εδώδιμα) η ιδιότητα τού στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα μσν. αρχ. μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα αρχ. πυκνότητα, στερεότητα … Dictionary of Greek
στυφότητα — στυφότης thickness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουράδα — και αγγουράδα, η [άγουρος] 1. στυφότητα, στυφάδα τού άγουρου καρπού 2. τόπος που δεν καλλιεργήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί … Dictionary of Greek
αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… … Dictionary of Greek
καταστύφω — (Α) 1. κάνω κάτι πολύ στυφό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, η, ον (για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος 3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφω «είμαι … Dictionary of Greek
στύφω — ΝΜΑ 1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων τού στόματος, προξενώ στυφότητα 2. προκαλώ συστολή τής κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.) 3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια τής… … Dictionary of Greek
υποστύφω — ΜΑ (μτβ.) καθιστώ κάτι κάπως πηχτό αρχ. 1. (αμτβ.) είμαι υπόστυφος («ἔχει δὲ καρπὸν καὶ τοῡτο στρογγύλον, βρώσιμον, ὑποοτύφοντα», Διοσκ.) 2. (μτβ.) επιφέρω στυφή γεύση («οὖλα θ ὑποστύφει χολόεν ποτόν», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στύφω… … Dictionary of Greek